κηπουρικός

κηπουρικός
η , ό[ν] садоводческий; огороднический

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "κηπουρικός" в других словарях:

  • κηπουρικός — ή, ό (ΑΜ κηπουρικός, ή, όν) [κηπουρός] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται ή αρμόζει στον κήπο ή στον κηπουρό και την τέχνη του (α. «κηπουρικά εργαλεία» β. «κηπουρικαὶ θύραι», Θεόφρ.) νεοελλ. μσν. το θηλ. ως ουσ. η κηπουρική η τέχνη τού κηπουρού, η… …   Dictionary of Greek

  • κηπουρικός — ή, ό 1. αυτός που αναφέρεται ή χρησιμεύει στον κηπουρό: Αγόρασε κηπουρικά εργαλεία. 2. το θηλ., κηπουρική ως ουσ., η τέχνη του κηπουρού και κλάδος της γεωπονίας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κηπουρικόν — κηπουρικός of masc acc sg κηπουρικός of neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κηπουρικαῖς — κηπουρικός of fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κηπουρικοῖς — κηπουρικός of masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κηπουρικοί — κηπουρικός of masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κηπουρικοῦ — κηπουρικός of masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κηπουρικῶς — κηπουρικός of adverbial …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ՊԱՐՏԻԶԱԿԱՆ — ( ) NBH 2 0643 Chronological Sequence: Unknown date, 6c ա. κηπουρικός, κηπούρος hortensis, hortolanus եւն. Սպեհական պարտիզաց. բուսեալն ʼի պարտիզի. եւ Պարտիզպան. *Լախուրն խոտ է պարտիզական, անուշահոտ եւ անուշահամ. Նոննոս.: *Ապա ուրեմն պարտիզական… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»